22.10.06

Σαν φυσαλλίδα σαπουνιού...



Τι όμορφος ο κρυστάλλινος κόσμος σου..
  Καλά σφραγισμένος με αλεξίσφαιρα τζάμια που τίποτα δεν τα διαπερνάει..Ούτε ένα ράγισμα για να περάσει η αύρα του πνεύματός μου..Μια χαραμάδα..Θωρακισμένες πόρτες,ερμητικά κλειστές σε κάθε κίνηση,σε κάθε μου πρόταση..
Κρατιέμαι,αντέχω..
  Το φως της μορφής σου φωτίζει τον μακρινό κόσμο μου με υπεριώδεις ακτίνες,
καταστροφικές για το βελούδινο και "τραχύ" περίβλημα του σώματος μου..
Αλλά το φως είναι ΦΩΣ...
  Δεν είναι χειμώνας,κι όμως η συννεφιά σκοτεινιάζει το μικρό μου δωμάτιο,δικής σου έμπνευσης...Σκοτεινιά και θλίψη...Γιατί?
Για μια μορφή που κυκλοφορεί σαν σκιά πάντα πίσω μου,σαν φάντασμα που με τρομάζει,ενώ ξέρω ότι είναι πάντα δίπλα μου.Σαν σύννεφο,σαν ομίχλη που όσο κι αν προχωράω δεν βγαινω απ'αυτήν..Με κυκλώνεις.με πνίγεις.
Θέλω να φωνάξω,μήπως και βγει η ψυχή μου..Μήπως και σπάσω την φυσαλλίδα σου.Μήπως και ταράξω την απίστευτη (και εκνευριστική) ηρεμία σου..
  Να βαρέθηκα?Τι να βαρέθηκα?Να περιμένω?
Δεν νομίζω,μ'αρέσει...
  Κάθομαι ήρεμη και σκεπτική και κοιτάω τον κόσμο από ψηλά.Εκεί,στο πεύκο..Και τί?Σκέφτομαι?Δεν ξέρω..Μίλησε πάλι ο άνεμος και σηκώθηκε η γη.Και έσπρωξε το άδειο και απλανές βλέμμα μου στην πηγή του κακού.Ο λόφος και το πεύκο.Ο λόφος,χωρίς δρόμο πια,
σαν να λέει να μην πάω ποτέ ξανά εκεί.Το πεύκο (πλέον) ξερό,προσπαθεί άδικα να
επανέλθει με σπαρακτικές κινήσεις των χεριών του ζητώντας μου βοήθεια..Άδικα..Εκείνο ζητούσε από μένα κι εγώ από εκείνο..Τόσο τραγικό.Αν δεν του ξερίζωνε το χέρι,ίσως να μην πέθαινε..Ίσως να έκλαιγε για να μην  το πονέσει,καθώς τα δάκρυά του έγλειφαν τα μπλεγμένα του πόδια..
  Άψυχα χαρτιά γέμισαν το γραφείο μου και με πνίγουν.
Θέλω να τα πετάξω,αλλά  είναι η ζωή μου.Η δύναμή μου..

Ζήσε,χτίσε,αγάπα,χαμογέλα,λάμψε,πλημμύρισέ με...